φασματοσκοπικός

φασματοσκοπικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φασματοσκοπία (α. «φασματοσκοπική ανάλυση» β. «φασματοσκοπική συσκευή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασματοσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φασματοσκοπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με τη φασματοσκοπία ή το φασματοσκόπιο (βλ. λ.): Φασματοσκοπική ανάλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξίλα — (Αστρον.). Απλανής αστέρας του Τοξότη. Έχει οπτικό μέγεθος 2,7 και ο φασματοσκοπικός του τύπος είναι Α2, που αντιστοιχεί σε θερμοκρασίες 9.000 9.500°C …   Dictionary of Greek

  • συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”